- αμιδικός
- -ή, -όαυτός που έχει σχέση με τα αμίδια ή αναφέρεται σ’ αυτά.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμίδια* + κατάλ. -ικός*, πρβλ. αγγλ. amidic].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… … Dictionary of Greek